διαυλοδρόμος

διαυλοδρόμος
διαυλοδρόμος και διαυλοδρόμης και διαυληδρόμος και διαυλαδρόμος, ο (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται, τρέχει στον δίαυλο*
2. (για κόκορα) αυτός που τρέχει στην αυλή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”